χηραμός

χηραμός
χηρᾰμός,
A hole, cleft, hollow, κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν, of a rock pigeon, Il.21.495, cf. Arist.HA614b35, Hld.8.16; χ. [σφηκῶν] Lyc.181; of a mouse's hole, Babr.107.13; of a hollow in the hilt of a sword, Ach.Tat.3.20, 21; of a shell, Id.2.11; of the hollows on the sides of the tongue, Poll.2.107.—The gend. is undetermined in Hom.; fem., A.R.4.1452, prob. in Arist.l.c.; masc., Ael.NA3.26, Philostr.VA2.14: heterocl. pl. χηραμά, τά, Nic.Th.55, 149, Q.S.9.382; cf. χηλαμός, χαραμός, χειραμός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χηραμός — hole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… …   Dictionary of Greek

  • χηραμοῖς — χηραμός hole masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμοί — χηραμός hole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμοῦ — χηραμός hole masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμούς — χηραμός hole masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμῶν — χηραμός hole masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμῷ — χηραμός hole masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμόν — χηραμός hole masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμών — ῶνος, ὁ, Α χηραμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επεκταμένο, για μετρικούς λόγους, τ. τής λ. χηραμός* ο οποίος απαντά στη δοτ. πληθ. χηραμόνεσσιν] …   Dictionary of Greek

  • хоромы — мн., хоромина, диал. хорома крыша , олонецк. (Кулик.), хоромщик плотник , укр. хором коридор , хороми мн. сени , хорома, хоромина хоромы, дом , др. русск. хоромъ (еще в XVII в.; см. Соболевский, Лекции 211 и сл.), ст. слав. храмъ ναός, οἰκία,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”